- κλεφτότοπος
- ο, και κλεφτοτόπι, το1. (επί τουρκοκρατίας) τόπος κατάλληλος για διαμονή κλεφτών2. δυσπρόσιτος, απόκρημνος τόπος3. τόπος στον οποίο οι κάτοικοι συνηθίζουν να κλέβουν, κυρίως να ενεργούν ζωοκλοπές.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -τόπος (< τόπος), πρβλ. βραχό-τοπος, ερημό-τοπος].
Dictionary of Greek. 2013.